-
1 δέμας
A bodily frame, usu. of man, Hom. (v. infr.); rarely of other animals, Od.10.240, Pi.O.1.20; prop. the living body, but also of a corpse,νεκρὸν δ. Batr.106
, cf. S.Ant. 205, E.Or.40, 1066, Sch. Ven.Il.1.115.—Hom. uses it only in acc. sg., usu. abs., μικρὸς δ. small in stature, Il.5.801;ἄριστος εἶδός τε δ. τε Od.8.116
;δέμας ἐϊκυῖα θεῇσιν Il.8.305
;δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Od.8.14
;οὐ.. ἐστι χερείων οὐ δέμας οὐδὲ φυήν Il.1.115
, cf. Od.5.212;δέμας καὶ εἶδος ἀγητός Il.24.376
, cf. Od.18.251;χαρίεσσα δέμας Hes.Th. 260
;Κλύμενον.. ἀμώμητον δ. B.5.147
: nom. in later poets, as S.OC 110, 501, etc.: dat.δέμαϊ Pi.Pae.6.80
.2 in Lyr. and Trag. as a periphrasis, Ἀστερίας δ., the island of Delos, ib.5.42;κτανεῖν μητρῷον δ. A. Eu.84
;οἰκετῶν δ. S.Tr. 908
;Ἡράκλειον δ. E.HF 1037
(lyr.); οἰνάνθης δ., i.e. the vine-shoot, S.Fr.255.4; ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δ. v.l. in Critias 25.33 D.; Δάματρος ἀκτᾶς.. δ., i.e. bread, E.Hipp. 138: in later [dialect] Ep.,ὕλης δ. Orph.L. 238
.3 Com., = πόσθη, Pl.Com.173.10.II as Adv., δέμας πυρὸς αἰθομένοιο in form or fashion like burning fire, Il.11.596, cf. 17.366.
См. также в других словарях:
δέμας — το (Α δέμας) (α. «μικρός το δέμας» μικροκαμωμένος β. «δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» με θεϊκό παράστημα αρχ. 1. (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον δέμας» η μητέρα, ο πατέρας 2. «Ἀστερίας δέμας» η Δήλος 3. «Δάμαρτος ἀκτᾱς δέμας» το ψωμί 4. «δέμας πυρός… … Dictionary of Greek